- ἐπωδυνία
- ἐπωδῠν-ία, ἡ,A pain, anguish, Str.15.1.45.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επωδυνία — η (AM ἐπωδυνία) [επώδυνος] οδύνη, πόνος («τοὺς δὲ πληχέντας αἱμορροεῑν... μετὰ ἐπωδυνίας», Στράβ.) … Dictionary of Greek
ἐπωδυνίας — ἐπωδυνίᾱς , ἐπωδυνία pain fem acc pl ἐπωδυνίᾱς , ἐπωδυνία pain fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)